μώκου

μώκου
μῶκος
mockery
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μωκοῦ — μωκός mocker masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μωκός — μωκός, ὁ (Α) (ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που περιπαίζει κάποιον, ο χλευαστής, ο σκώπτης («μωκοῡ καὶ εἴρωνος», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το ρ. μωκῶμαι βλ. λ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”